-
1 προ-γευματίζω
προ-γευματίζω, vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῠ γεύηται ἑτέρου.
1 προ-γευματίζω
προ-γευματίζω, vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῠ γεύηται ἑτέρου.